- ρετσέτα
- η, Νιατρική συνταγή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ricetta].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρετσέτα — η (λ. ιταλ.), η συνταγή γιατρού: Πήρε τη ρετσέτα κι έτρεξε στο φαρμακείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνταγή — (Ιατρ.). Γραπτές οδηγίες που αφορούν την ποιότητα, τη δόση, τη μορφή των φαρμάκων ή τον τρόπο παρασκευής τους. Οι οδηγίες γράφονται σε φύλλα χαρτιού, που στην κορυφή του έχει το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του γιατρού. Σ’ αυτήν αναφέρεται η… … Dictionary of Greek